- παραφέντης
- ο, και θηλ. παραφέντρα1. αυτός που ιεραρχικά βρίσκεται αμέσως μετά τον αφέντη, ο αντικαταστάτης τού αφέντη, ο δεύτερος μετά τον αφέντη2. ο προσωρινός αφέντης, αυτός που μισθώνει τις υπηρεσίες κάποιου για μικρό χρονικό διάστημα με ημερήσια αμοιβή.
Dictionary of Greek. 2013.